Θυρεοειδής


Τι είναι ο θυρεοειδής;

Ο θυρεοειδής είναι ένας ενδοκρινής αδένας. Στην ιατρική, αδένας καλείται ένα όργανο του σώματος που συνθέτει ουσίες και τις εκκρίνει είτε προς τα έξω (εξωκρινής αδένας), είτε στην κυκλοφορία (ενδοκρινής αδένας) από όπου μεταφέρονται σε άλλα όργανα-στόχους.
Ο θυρεοειδής παράγει τρεις ορμόνες: την θυροξίνη (Τ4), την τριιωδοθυρονίνη (Τ3) και την καλσιτονίνη. Βρίσκεται μπροστά στον τράχηλο και έχει σχήμα ‘θυρεού’ δηλαδή μοιάζει με το οικόσημο που είχαν κάποιες παλιές αρχοντικές οικογένειες. Αποτελείται από δύο λοβούς που συνδέονται μεταξύ τους με τον ισθμό και το σχήμα του μοιάζει με πεταλούδα. Το βάρος του ανέρχεται σε 20-30 γρ. περίπου.Οι διαστάσεις του είναι δυνατό να είναι μεγαλύτερες στους άνδρες καθώς και σε περιπτώσεις ανεπαρκούς λήψης ιωδίου με τη διατροφή.
Οι δύο δραστικές ορμόνες του θυρεοειδή, δηλαδή οι T4 και T3, περιέχουν σαν βασική πρώτη ύλη το ιώδιο. Για τη σύνθεση τους ο θυρεοειδής χρησιμοποιεί το ιώδιο από την κυκλοφορία του αίματος, το οποίο το προσλαμβάνεται από τις τροφές. Για τη σύνθεση των ορμονών ο θυρεοειδής χρησιμοποιεί γύρω στα 200 μg ιωδίου καθημερινά. Οι θυρεοειδικές ορμόνες μετά τη σύνθεση τους αποτελούν δομικά στοιχεία μιας πρωτείνης της θυρεοσφαιρίνης η οποία βρίσκεται μέσα στα θυλάκια του θυρεοειδή. Όταν ο οργανισμός χρειάζεται τις ορμόνες, τότε διασπάται η θυρεοσφαιρίνη, αποδεσμεύονται από αυτήν οι Τ4 και Τ3 και εκκρίνονται στο αίμα και από εκεί μεταφέρονται στο υπόλοιπο σώμα, όπου ασκούν τις δράσεις τους.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες συμμετέχουν στη ρύθμιση του μεταβολισμού στους ενήλικες ενώ στα έμβρυα και τα νεογνά είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση των ιστών και ιδιαίτερα την ωρίμανση του νευρικού συστήματος και του σκελετού. Για το λόγο αυτό σε παιδιά με διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς είναι δυνατό να παρουσιάσουν σωματική και ψυχοδιανοητική καθυστέρηση.

Διαταραχές του θυρεοειδούς

Οι βασικές διαταραχές του θυρεοειδή διαιρούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Τις μορφολογικές και τις λειτουργικές. Οι μορφολογικές περιλαμβάνουν διαταραχές της ανατομίας του θυρεοειδους, όπως οι βρογχοκήλες (αύξηση του μεγέθους του θυρεοειδή αδένα), οι όζοι του θυρεοειδή (τοπικές διογκώσεις του αδένα) και τα νεοπλάσματα του θυρεοειδούς (καλοήθη και κακοήθη). Λειτουργικές διαταραχές του  θυρεοειδούς αποτελούν ο υποθυρεοειδισμός και ο υπερθυρεοειδισμός.
Ο έλεγχος του θυρεοειδούς διενεργείται με τη λήψη και καταγραφή του ατομικού και οικογενειακού ιστορικού, την κλινική εξέταση και τον εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο. Ο εργαστηριακός έλεγχος βασίζεται στους ορμονικούς προσδιορισμούς οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της λειτουργίας του αδένα Το υπερηχογράφημα και το σπινθηρογράφημα χρησιμοποιούνται για την απεικόνιση της μορφολογίας αλλά και της λειτουργίας επιμέρους περιοχών του αδένα.

Υπερθυρεοειδισμός

Πρόκειται για μια λειτουργική διαταραχή του θυρεοειδή κατά την οποία αυτός υπερλειτουργεί. Είναι δυνατό να συνοδεύεται από υπερπλασία του αδένα. Η πιο συχνή και σημαντική αιτία υπερθυρεοειδισμού είναι η νόσος του Graves, η οποία οφείλεται σε δράση αντισωμάτων στα κύτταρα του θυρεοειδούς.
Συμπτώματα όπως απώλεια βάρους παρά την αυξημένη όρεξη και πρόσληψη τροφής, δυσανεξία σε θερμό περιβάλλον, εύκολη κόπωση, μυική αδυναμία, νευρικότητα, αϋπνίες, ταχυκαρδία, τρόμος, διαταραχές εμμήνου ρύσεως αποτελούν συμπτώματα τα οποία συνήθως συνοδεύουν τον υπερθυρεοειδισμό. Σε ένα μικρό ποσοστό ασθενών με μια ειδική μορφή υπερθυρεοειδισμού τη νόσο Graves, παρουσιάζεται διαταραχή στα μάτια η οποία χαρακτηρίζεται ως θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια. Αντιμετωπίζεται συνήθως με κορτικοστεροειδή ενώ σε ανθεκτικές περιπτώσεις είναι δυνατό να απαιτηθεί ακτινοθεραπεία ή χειρουργική αποσυμπίεση  του οφθαλμικού κόγχου.
Υποθυρεοειδισμός
Υποθυρεοειδισμός είναι η κατάσταση κατά την οποία τα επίπεδα των ορμονών του θυρεοειδούς που κυκλοφορούν στον οργανισμό είναι ελαττωμένα. Διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Πρωτοπαθής χαρακτηρίζεται όταν η δυσλειτουργία αφορά τον ίδιο το θυρεοειδή. Η πιο συχνή αιτία αυτής της κατάστασης είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Δευτεροπαθής χαρακτηρίζειται όταν προκαλείται από παθολογικές καταστάσεις της υπόφυσης ή του υποθάλαμου.
 Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού είναι η σωματική κόπωση. Η κόπωση του υποθυρεοειδισμού διακρίνεται από την κόπωση του υπερθυρεοειδισμού από το ότι η δεύτερη κυρίως συνοδεύεται από μυϊκή αδυναμία. Οι ασθενείς που πάσχουν από υποθυρεοειδισμό είναι συνήθως νωθροί, νωχελικοί, εμφανίζουν υπνηλία, δυσανεξία στο κρύο ή ακόμη και δυσκοιλιότητα. Λόγω της επιβράδυνσης του μεταβολισμού παχαίνουν δυσανάλογα με το φαγητό που καταναλώνουν ή αναφέρουν αδυναμία απώλειας βάρους και εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα λιπιδίων. Επίσης μπορεί να παρουσιάζουν διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, της στυτικής λειτουργίας και της γονιμοτητας. Σε καταστάσεις βαρέως υποθυρεοειδισμού παρατηρείται οίδημα βλεφάρων ή προσώπου ή ακόμη και γενικευμένο οίδημα σε όλους τους ιστούς του ανθρωπίνου σώματος  με ανάλογες επιπτώσεις στα επιμέρους όργανα.
 Ο συγγενής υποθυρεοειδισμός είναι μια ξεχωριστή μορφή υποθυρεοειδισμού που οφείλεται συνήθως στην αγενεσία του θυρεοειδούς και όπου η έγκαιρη διάγνωση συνήθως αναιρεί τις όποιες αρνητικές επιδράσεις. Από χρόνια εφαρμόζονται και στη χώρα μας προγράμματα υποχρεωτικού ελέγχου της θυρεοειδικής λειτουργίας σε νεογνά. Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού είναι απλή με υποκατάσταση του ελλείματος ορμονών του θυρεοειδούς με τη χορήγηση θυροξίνης σε χάπι.


Βρογχοκήλη

Κάθε διόγκωση του θυρεοειδή καλείται βρογχοκήλη. Η βρογχοκήλη μπορεί να είναι απλή, κατά την οποία ο θυρεοειδής υπερπλάσεται αντιρροπιστικά χωρίς να υπερεκκρίνει ορμόνες ή τοξική όταν ο θυρεοειδής υπερλειτουργεί. Η έλλειψη ιωδίου ήταν παραδοσιακά το σημαντικότερο αίτιο της απλής βρογχοκήλης (ιωδοπενική βρογχοκήλη). Η χώρα μας μέχρι πριν μερικές δεκαετίες ανήκε στις χώρες με έλλειψη ιωδίου. Μετά την εφαρμογή προγραμμάτων ιωδίωσης του αλατιού, το πρόβλημα ουσιαστικά έχει εξαλειφθεί.
Άλλα αίτια ανάπτυξης απλής μη τοξικής βρογχοκήλης είναι και η λήψη βρογχοκηλογόνων ουσιών ή ιδιαιτερότητες σε διαιτητικές συνήθειες όπως η ανεπαρκής λήψη πρωτεινών.
Επίσης φάρμακα με αντιθυρεοειδική δράση (φαρμακευτικά βρογχοκηλογόνα) είναι δυνατό να προκαλέσουν βρογχοκήλη. Για παράδειγμα το ιώδιο όταν λαμβάνεται σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει βρογχοκήλη λόγω αναστολής σύνδεσης του ιωδίου και σύνθεσης των ορμονών του θυρεοειδούς. Ένα άλλο συχνό αίτιο για τη χώρα μας είναι η αυτοανοσία. Η αυτοάνοση βρογχοκήλη τύπου Hashimoto ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Η διαγνωστική διευρεύνηση της βρογχοκήλης περιλαμβάνει δύο παραμέτρους. Η πρώτη αφορά την απεικόνιση της μορφολογίας της θυρεοειδικής διόγκωσης και τον αποκλεισμό κακοήθειας, ενώ η δεύτερη τον έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας και αποκλεισμό υπο- ή υπερ-θυρεοειδισμού.
Η απλή βρογχοκήλη σε ορισμένες περιπτώσεις από την παρουσία ενός ή περισσοτέρων όζων, οπότε και χαρακτηρίζεται ως οζώδης απλή βρογχοκήλη ή πολυοζώδης βρογχοκήλη αντίστοιχα. Ένα ποσοστό από τις οζώδεις αυτές βρογχοκήλες είναι δυνατό να υποκρύπτουν καρκινώματα του θυρεοειδούς. Χειρουργική αφαίρεση συνιστάται μόνο σε μεγάλες οζώδεις ή πολυοζώδεις βρογχοκήλες με ή χωρίς πιεστικά φαινόμενα ή όταν υπάρχει υποψία ή επιβεβαίωση καρκινώματος με βιοψία των όζων.

Καρκίνος του θυρεοειδή

Ο καρκίνος του θυρεοειδή διαιρείται σε 4 ιστολογικούς τύπους. Το θηλώδες και το θυλακιώδες που αποτελούν τους διαφοροποιημένους τύπους καρκίνου του θυρεοειδούς και έχουν καλή πρόγνωση καθώς και το μυελοειδές και το αμετάπλαστο. Οι πρώτοι δύο τύποι αποτελούν και τη μεγάλη πλειοψηφία (90%) των νεοπλασμάτων του θυρεοειδή αδένα.
Η λέξη καρκίνος τρομάζει τους μη ειδικούς, γιατί πιστεύουν ότι η νόσος είναι συνυφασμένη πάντα με τον θάνατο. Ωστόσο, στην εποχή μας ο καρκίνος του θυρεοειδούς, ιδιαίτερα ο διαφοροποιημένος, θεωρείται ότι έχει καλοήθη συμπεριφορά καθώς με τις σύγρονες διαγνωστικές και θεραπευτικές μεθόδους τα ποσοστά ίασης αγγίζουν σχεδόν το απόλυτο. Οι περισσότεροι δηλαδή  ασθενείς θεραπεύονται οριστικά αν η αντιμετώπιση είναι έγκαιρη και σωστή.


Θυρεοειδίτιδες

Μια ιδιαίτερη κατηγορία νοσημάτων του θυρεοειδούς είναι και οι θυρεοειδίτιδες. Η πιο συχνή είναι η αυτοάνοση (λεμφοκυτταρική) θυρεοειδίτιδα Hashimoto που συνήθως συνοδεύεται από θετικά θυρεοειδικά αντισώματα στο αίμα. Συχνή είναι επίσης η υποξεία θυρεοειδίτιδα η οποία συνήθως οφείλεται σε ιογενή λοίμωξη η οποία έχει προηγηθεί και έχει πυροδοτήσει ανάλογη ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού. Εξαιρετικά σπάνιες είναι οι πυώδεις φλεγμονές του θυρεοειδούς οι οποίες οφείλονται σε μικροβιακή λοίμωξη.